- λαδόπανο
- τοπανί με το οποίο τυλίγουν τους νεοφώτιστους μετά το βάφτισμα: Ο νονός τύλιξε το μωρό με το λαδόπανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαδόπανο — το ύφασμα με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά το χρίσμα με έλαιο από τον ιερέα κατά τη βάφτιση … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
φωτίκι — το 1. το σεντόνι με το οποίο τυλίγουν το νεοβάφτιστο βρέφος αμέσως μετά την τέλεση του βαφτίσματος, το λαδόπανο. 2. στον πληθ., φωτίκια τα βαφτιστικά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)